κατερείπω — (AM) μετατρέπω κάτι σε ερείπιο, γκρεμίζω, κατερειπώνω (α. «σεισμοὶ κατήρειψαν πολὺ τὰς κατοικίας», Στράβ. β. «Τροία κατερείπεται καπνῷ τρυφομένα δορίκτητος Ἀργεΐων», Ευ ρ.) αρχ. 1. μτφ. διαφθείρω («γάμου καὶ παιδοποιΐας..., ἃ καὶ σὲ κατερείπει… … Dictionary of Greek
κατερείψει — κατερείπω throw aor subj act 3rd sg (epic) κατερείπω throw fut ind mid 2nd sg κατερείπω throw fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατερηριμμένα — κατερείπω throw perf part mp neut nom/voc/acc pl κατερηριμμένᾱ , κατερείπω throw perf part mp fem nom/voc/acc dual κατερηριμμένᾱ , κατερείπω throw perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατερειπομένων — κατερείπω throw pres part mp fem gen pl κατερείπω throw pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατερείπει — κατερείπω throw pres ind mp 2nd sg κατερείπω throw pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατερείπουσιν — κατερείπω throw pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) κατερείπω throw pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατερηριμμένον — κατερείπω throw perf part mp masc acc sg κατερείπω throw perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατερηριμμένων — κατερείπω throw perf part mp fem gen pl κατερείπω throw perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατερήριπε — κατερείπω throw perf imperat act 2nd sg κατερείπω throw perf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατερήριπεν — κατερείπω throw perf ind act 3rd sg κατερείπω throw plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)